-
1 επιφύλαξη
-
2 επιφύλαξη
[эпифилакси] ουσ θ осторожность, осмотрительность. -
3 επιφύλαξη
1) caution2) reservationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επιφύλαξη
-
4 çekinçe
επιφύλαξη -
5 ihtiyat
επιφύλαξη, επαγρύπνηση -
6 оглядка
-
7 оговорка
-
8 оговаривать
оговаривать, оговорить (обусловить) διατυπώ επιφύλαξη \оговариваться (сказать по ошибке) κάνω λάθος* * *= оговорить( обусловить) διατυπώ επιφύλαξη -
9 оговорка
оговорка ж 1) (условие) η επιφύλαξη, η ρήτρα· сделать \оговоркау βάζω όρο, θέτω ρήτρα 2) (сказанное по ошибке) το λάθος* * *ж1) ( условие) η επιφύλαξη, η ρήτραсде́лать огово́рку — βάζω όρο, θέτω ρήτρα
2) ( сказанное по ошибке) το λάθος -
10 оговорка
оговор||каж1. ἡ ἐπιφύλαξη [-ις], ὁ ὀρος:сделать \оговоркаку διατυπώνω бро· с \оговоркакой μέ ἐπιφύλαξη· без \оговоркаок χωρίς ἐπιφυλάξεις, ἀνεπιφυλάκτως·2. (ошибочно сказанное слово, фраза) τό λάθος, ἡ παραδρομή τής γλώσσας. -
11 резервация
1. (сохранение чего-л., оставление про запас) η εφεδρεία 2. (оставление за собой права снова вернуться к какому-л. вопросу) η επιφύλαξη δικαιώματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > резервация
-
12 pussyfoot
verb (to behave in a wary or timid way.) ενεργώ με κάθε επιφύλαξη -
13 qualification
[-fi-]1) ((the act of gaining) a skill, achievement etc (eg an examination pass) that makes (a person) able or suitable to do a job etc: What qualifications do you need for this job?) τυπικό προσόν2) (something that gives a person the right to do something.) ικανότητα, εφόδιο3) (a limitation to something one has said or written: I think this is an excellent piece of work - with certain qualifications.) επιφύλαξη, περιορισμός -
14 reservation
[rezə-]1) (the act of reserving: the reservation of a room.) κράτηση2) (something (eg a table in a restaurant) which has been reserved: Have you a reservation, Sir?) κράτηση3) (a doubt.) επιφύλαξη4) (a piece of land set aside for a particular purpose: an Indian reservation in the United States.) καταυλισμός -
15 take (something) with a grain/pinch of salt
(to receive (a statement, news etc) with a slight feeling of disbelief: I took his story with a pinch of salt.) ακούω με επιφύλαξηEnglish-Greek dictionary > take (something) with a grain/pinch of salt
-
16 take (something) with a grain/pinch of salt
(to receive (a statement, news etc) with a slight feeling of disbelief: I took his story with a pinch of salt.) ακούω με επιφύλαξηEnglish-Greek dictionary > take (something) with a grain/pinch of salt
-
17 wariness
noun επιφύλαξη -
18 оговорка
[αγκαβόρκα] ουσ. θ. επιφύλαξη -
19 оговорка
[αγκαβόρκα] ουσ θ επιφύλαξη -
20 опаска
-и θ.προφύλαξη, επιφύλαξη, προσοχή•с -ой προφυλακτικά•
действовать с -ой ενεργώ προσεχτικά.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
επιφύλαξη — η 1. το να επιφυλάσσεται κάποιος, η αναμονή με περίσκεψη, ο δισταγμός. 2. η διατήρηση του δικαιώματος για μερική ή ολική αναίρεση σχετικά με υπόσχεση που δίνεται ή με υποχρέωση που αναλαμβάνεται: Με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματός μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιφύλαξη — η δισταγμός, αναμονή με περίσκεψη («ἐχω τις επιφυλάξεις μου για το θέμα αυτό») 2. (νομ.) η διατήρηση τού δικαιώματος μερικής ή ολικής αναιρέσεως, από εκείνον που κάνει δήλωση περί επιφυλάξεως, ως προς μιαν υπόσχεση που δίδεται ή ως προς μιαν… … Dictionary of Greek
επιφυλακτικός — ή, ό αυτός που διατηρεί επιφυλάξεις, δισταγμούς («επιφυλακτική γνώμη, στάση» κ.λπ.). επίρρ... επιφυλακτικά και –ώς με επιφύλαξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιφύλαξη. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek
All rights reserved — is a phrase that originated in copyright law as part of copyright notices. Copyright law in most countries no longer requires such notices, but the phrase persists. The original understanding of the phrase as relating specifically to copyright… … Wikipedia
Todos los derechos reservados — es una frase que se originó en el Derecho de autor como parte de los avisos o advertencias sobre autor. El Derecho de autor en la mayoría de los países ya no requiere este tipo de avisos, a los derechos de autor, puede haber sido suplantado por… … Wikipedia Español
ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… … Dictionary of Greek
ανασκοπή — η (Α ἀνασκοπή) 1. λεπτομερέστερη εξέταση, επανεξέταση, αναθεώρηση 2. αναλογισμός της ευθύνης, επιφύλαξη, δισταγμός αρχ. σκέψη, στοχασμός, εξέταση, μελέτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + σκοπή «προσεκτική παρατήρηση» < σκέπτομαι] … Dictionary of Greek
αναφανδόν — (Α ἀναφανδόν) [αναφαίνω] φανερά, απροκάλυπτα, χωρίς επιφύλαξη … Dictionary of Greek
ανεπιφύλακτος — η, ο ο χωρίς επιφύλαξη ή περιορισμό, απερίφραστος, κατηγορηματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επιφυλάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον ιστορικό και λογοτέχνη Ι. Καμπούρογλου (ψευδώνυμο «Φλόξ»)] … Dictionary of Greek
απόσκεπα — (Μ ἀπόσκεπα) επίρρ. απροκάλυπτα, χωρίς επιφύλαξη … Dictionary of Greek
αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… … Dictionary of Greek